Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Έρευνα-"ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ – ΚΡΑΤΟΥΣ Σχέσεις σύγκρουσης, υπονόμευσης, ελέγχου και συνεργασίας " από τον Northwind

ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ – ΚΡΑΤΟΥΣ
Σχέσεις σύγκρουσης, υπονόμευσης, ελέγχου και συνεργασίας

Ιδιαίτερα στις μέρες μας παρακολουθούμε ότι το δίλημμα χωρισμού κράτους – πολιτικής εξουσίας τίθεται οξύ. Πριν προχωρήσουμε σε οποιαδήποτε ανάλυση για τις σχέσεις κράτους – εξουσίας, πρέπει να προσδιορίσουμε σαφώς τη λειτουργία καθενός από τους θεσμούς αυτούς.
Σκοπός της πολιτείας είναι η επιδίωξη και εξασφάλιση του κοινού καλού, η εγκαθίδρυση της ειρήνης και της ασφάλειας των πολιτών, καθώς και η προστασία του λαού από τους εχθρούς. Αντίθετα, σκοπός της εκκλησίας είναι η πνευματική καθοδήγηση και η ηθική στήριξη του ποιμνίου της, που είναι ο λαός, κατά το πρότυπο του ιδρυτή της εκκλησίας Χριστού. Ενδεικτικά είναι όσα γράφει ο Ν. Μπουγάτσος: «Οι σχέσεις της Εκκλησίας και του κράτους (πολιτείας) είναι ένα αιώνιο πρόβλημα. Είναι μια μορφή του φιλοσοφικού προβλήματος της σχέσης του πνεύματος και της ύλης".
...Γιατί η μεν Εκκλησία ενδιαφέρεται κυρίως για την πνευματική προαγωγή (και εξυπηρέτηση) του πνεύματος, ενώ το κράτος ενδιαφέρεται για την εξυπηρέτηση κυρίως των υλικών αναγκών του ανθρώπου. Για τον ορθόδοξο, όμως, χριστιανό δεν υπάρχει πρόβλημα, αφού η ύλη και το πνεύμα συνυπάρχουν και συνεργάζονται όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτή την αρμονία της ύλης και του πνεύματος στον άνθρωπο τη διέσπασε η αμαρτία (στη μεταπτωτική περίοδο) και δημιούργησε μέσα στον άνθρωπο αντιθετικές σχέσεις. Μια λεπτομέρεια αυτών των σχέσεων είναι οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας (μεταχριστιανικά) και πολιτείας (μεταπτωτικά και μεταχριστιανικά). Όσο επικρατεί η ψυχολογία της μεταπτωτικής περιόδου (της αμαρτίας), εκκοσμικεύονται οι πνευματικά αναγεννημένοι χριστιανοί και ξαναγυρίζουν στην αμαρτωλή μεταπτωτική ψυχολογία, με αποτέλεσμα να οξύνεται το πρόβλημα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας». (Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ, εκδόσεις ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ, ΑΘΗΝΑ 2000, σελ. 25).


α. Θεωρητικό υπόβαθρο της σχέσης Εκκλησίας – Κράτους
Οι δυο θεσμοί, εκκλησία και Κράτος πολώνονται γύρω από τις θεμελιακές έννοιες, πίστης και γνώσης. Η πίστη είναι μια ατομική, μεμονωμένη πράξη αφοσίωσης στο θεό. Τα πράγματα δεν είναι απλά με τα γνώση. Τι είδους γνώση εννοείται; Η γνώση είναι ισοδύναμη με το λόγο, το ανθρώπινο λογικό που μέσω του Αριστοτέλους κυρίως πέρασε στην μεσαιωνική και μεταμεσαιωνική Ευρώπη ως σχολαστικισμός. Κυριώτερος τομέας αντιπροσώπευσης της γνώσης είναι η Φιλοσοφία. Η Καθολική Εκκλησία ήταν διαχειριστής αυτής της γνώσης. Η Φιλοσοφία έμελλε να υπηρετήσει την Θεολογία (Philosophia ancilla Theologiae), με συνέπεια να αφομοιώνει τους διάφορους τύπους γνώσης, και ιδιαίτερα τις γνώσεις που αφορούν την πολιτική και κοινωνική συγκρότηση των ανθρώπων, στο δογματικό πλαίσιο της βιβλικής αποκάλυψης. Η πολιτική και κοινωνική ζωή στηρίζεται στον Θεϊκό Δίκαιο. Κατά τον Χριστιανισμό η πολιτική αρετή, όπως κατά τον Αριστοτέλη η πολιτική αρετή είναι η εκδήλωση αρετής, είναι η προετοιμασία για την τελική σωτηρία του. Σ’ αυτό συνέβαλε μεταξύ άλλων και ο Θωμάς ο Ακινάτης (Tommaso d’ Aquino). Ποια όμως μορφή κράτους μπορεί να αγκαλιάσει όσα μόλις είπαμε. Σκέψεις πάνω σ’ αυτό έκανε ο Ακινάτης, όπως και πολλοί άλλοι:
Η μορφή διακυβέρνησης που προτιμά ο Ακινάτης είναι η μοναρχία:
«Ο Κύριος λέει με το στόμα του Ιεζεκιήλ:«ο δούλος μου Δαβίδ θα γίνει βασιλιάς όλων και ένας μόνο θα είναι ο ποιμένας όλων» (De regimine principum I,1).Το έργο του μονάρχη υποβοηθείται από αριστοκράτες συμβούλους. Αλλά ο λαός, παρόλο που αυτός επιλέγει τους άρχοντες, δεν είναι σε θέση να συμμετέχει πραγματικά στη διακυβέρνηση. Η δημοκρατία δεν θεωρείται εδώ σύμφωνη με τη φύση, γιατί μερικά άτομα γεννώνται ανώτερα και άλλα κατώτερα. Άλλοι, λοιπόν, είναι από τη φύση τους άξιοι για αρχηγοί και άλλοι, οι πολλοί, προορισμένοι να τους ακολουθούν. Αλλά η πολιτική εξουσία είναι κι αυτή από τη φύση της υποτελής στη θεϊκή εξουσία. Επειδή κάθε κοσμική εξουσία πηγάζει από το θεό, η εκκλησία, που είναι εξουσιοδοτημένη απ’ αυτόν να εκπληρώσει την αποστολή της πάνω στη γη αντιπρόσωπός του, κατέχει τον έλεγχο όλων των επίγειων κοσμικών δυνάμεων. Έτσι, οι κοσμικοί άρχοντες οφείλουν υποταγή στους εκκλησιαστικούς άρχοντες".
Ο Τερτυλλιανός, ο χριστιανός συγγραφέας, έχει τονίσει αυτήν την διαφοροποίηση μεταξύ Αθήνας και Ιερουσαλήμ, παλαιού και νέου κόσμου, φιλοσοφικού στοχασμού και χριστιανικής διδασκαλίας, λογικής γνώσης και θρησκευτικής πίστης. Ο χριστιανός δεν χρειάζεται λογικά επιχειρήματα, για να πιστεύσει, αλλά, αντιθέτως, αυτό που πιστεύει, το πιστεύει, επειδή είναι παράλογο (credo quia absurdum De carne Christi, 5).
Στην πατερική σκέψη η σχέση «γνώση και πίστη» ή «λόγος και πίστη» προβάλλεται με μια ένταση που δείχνει πως η πίστη διατηρεί πάντοτε το προβάδισμα. Η ορθολογική γνώση αποτελεί την αρχή μονάχα και χρησιμεύει σαν βοηθητικό μέσο, ενώ η πίστη είναι ο δρόμος και το πλήρωμα της όλης πορείας του ανθρώπου για την αλήθεια. Ο θεϊκός λόγος εγκλείει μέσα του τον φιλοσοφικό λόγο. Οι χριστιανοί κατέχουν με την πίστη την αλήθεια που στα χαμένα ψάχνουν να βρουν οι φιλόσοφοι με το λόγο. Η θέση αυτή θα αποτελέσει το θεμέλιο λίθο για τον λεγόμενο παποκαισαρισμό.
Από χριστιανική άποψη, η σχέση αυτή αναλύεται καθαρά από τον Γρηγόριο Νύσσης με τις ακόλουθες προτάσεις:
α) ενώ η γνώση πηγάζει από το λόγο, η πίστη πηγάζει από το θεό
β) ενώ ο λόγος απαντά σε προβλήματα του κόσμου, η πίστη αφορά θρησκευτικά ζητήματα.
Τότε έρχεται ο πατέρας της δυτικής σκέψης, ο Αυγουστίνος, που πρότεινε τη σύνθεση της πίστης και του λόγου, η οποία, αν και δεν έχει από μόνη της καμία ουσία, επηρέασε στο εξής τη δυτική σκέψη καθ’ όλο το Μεσαίωνα. Στο πολύ γνωστό έργο του De Civitate Dei (Περί της Πολιτείας του Θεού) εμφανώς επηρεασμένο από την φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνος, περιγράφει τις δυο πολιτείες που αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα τον κόσμο του ουρανού και τον κόσμο της γης.
«Δυο διαφορετικά είδη αγάπης κυριαρχούν στις δυο πολιτείες: στη γήινη πολιτεία κυριαρχεί η αγάπη του εαυτού μας που φτάνει ως την περιφρόνηση του θεού· στην ουράνια πολιτεία κυριαρχεί η αγάπη προς το θεό που φτάνει ως την περιφρόνηση του εαυτού μας. Η μια καταξιώνεται στον εαυτό της, η άλλη στο θεό. Η μια επιδιώκει τη δόξα των ανθρώπων, η άλλη έχει για μεγαλύτερη δόξα της το θεό, μάρτυρα της συνείδησης. Η μία σηκώνει το κεφάλι της και επαίρεται για τη δόξα της, η άλλη λέει στο θεό της: «Συ είσαι η δόξα μου, εσύ ανυψώνεις την κεφαλή μου». Η μία κυριαρχείται, στις αρχές και στις επιδιώξεις της, από τη λαχτάρα της εξουσίας, η άλλη μας δείχνει, σε αμοιβαία ένωση με τη χάρη του θεού, τους αρχηγούς να ασκούν την εξουσία και τους υπηκόους να υποτάσσονται. Η μια αγαπά τη δύναμή της στο πρόσωπο των ισχυρών της, η άλλη λέει στο θεό της: «Εσένα θα αγαπώ, Κύριε, συ είσαι η δύναμή μου». (Αυγουστίνος, De Civitate Dei, XIV, 28)

β. Η θρησκευτική και πολιτική εξουσία μέσα στους αιώνες

Α. Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
Μια πρώτη έκφανση για την σχέση θρησκευτικής εξουσίας και πολιτικής εξουσίας μπορεί κανείς να βρει από τα προϊστορικά ήδη χρόνια, στα οποία η θέση της θρησκευτικής εξουσίας ήταν πολλές φορές ξεχωριστή και στις θεοκρατικές κοινωνίες των μεγάλων πολιτισμών της Ανατολής (Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Βαβυλώνιοι) μάλιστα το ιερατείο ήταν εξίσου ισχυρό ή και ισχυρότερο από τον μονάρχη: μόνο ο ιερέας της φυλής είχε το χάρισμα να μεταδώσει και να ερμηνεύσει τη θεία θέληση στους υπολοίπους συνανθρώπους της φυλής του. Αργότερα φύλαρχος ή αρχηγός μια ομάδας μπορούσε να γίνει εκείνος που είχε την ικανότητα αυτής της διαμεσολάβησης μεταξύ θεού και ανθρώπων. Έγινε, κοντολογίς, ένα ΄΄μέντιουμ΄΄(medium), ένα ενδιάμεσο θεού και ανθρώπων, πράγμα που γίνεται αντιληπτό και από την ετυμολογία της λέξης που χρησιμοποιείτο για τον βασιλιά, μέδων ή ευρυμέδων ή Μήδεια. Το ρόλο αυτόν του διαμεσολαβητή μεταξύ θεού και ανθρώπων το διατήρησε αργότερα ο μάντις των ιστορικών χρόνων.
Στα ομηρικά έπη (8ος π.Χ. αι.) συναντούμε την πρώτη καταγεγραμμένη αντιπαράθεση ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και στον μάντη Κάλχαντα (Α΄ Ιλιάδος). Η μαντεία του Κάλχαντα που σήμανε ότι για τις συμφορές που υπέστη ο στρατός των Αργείων οφείλονταν η απαράδεκτη στάση και συμπεριφορά του Αγαμέμνονα προς τον ιερέα Χρύση και την άρνησή του να αποδώσει την κόρη του Χρυσηίδα στον πατέρα της δεν ικανοποίησε τον ευρυάνακτα Αγαμέμνονα:
«Μάντη κακέ, που λόγο πρόσχαρο δε μου ‘χεις πει ποτέ σου!/ Πάντα η καρδιά σου εσένα χαίρεται κακό να προφητεύει·/ εσύ καλό μηδέ ξεστόμισες μηδ’ έκαμες ποτέ σου»
(Α 106 – 108, μετάφρ. Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή)
Ωστόσο, ο βασιλιάς πείθεται για καλό του σύνολο και συμμορφώνεται με την μαντεία του Κάλχαντα:
«Κι όμως, αν πρέπει, παίρνω απόφαση και τήνε δίνω πίσω· / να μην αφανιστεί το ασκέρι μας, να μείνει ακέριο θέλω» (Α 116 – 117 μετάφρ. Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή).
Στην αρχαία τραγωδία ή ίδια σύγκρουση χαρακτηρίζει τις σχέσεις πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας. Ο Σοφοκλής (496 – 406 π.Χ.), στην τραγωδία του Αντιγόνη, παρουσιάζει την έντονη διαμάχη μεταξύ του άλλου μεγάλου μάντεως, του Τειρεσία, και του Κρέοντος, βασιλέως των Θηβών (στ. 990 – 1090).


Β. ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ - ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
Δυο είναι οι σχέσεις Εκκλησίας και κράτους, οι σχέσεις του παποκαισαρισμού και οι σχέσεις του καισαροπαπισμού. Ο παποκαισαρισμός είναι η προσπάθεια της Εκκλησίας (θρησκείας) να ασκεί και πολιτική εξουσία ή να υποκαθιστά την πολιτική εξουσία, και η πολιτεία να υποτάσσεται στην εκκλησία. Ενώ το αντίθετο είναι το φαινόμενο του καισαροπαπισμού. Η διαρκής διαμάχη για επικράτηση μεταξύ των Δυτικών ηγεμόνων και του Προκαθήμενου της Ρωμαϊκής Εκκλησίας είχε ως συνέπεια την βαθμιαία μείωση της εξουσίας του πάπα στα δυτικά κράτη και την ταυτόχρονη προσπάθεια εγκαθίδρυσης του καισαροπαπισμού ως πολιτικής ιδεολογίας. Η πτώση της μοναρχίας στην Ευρώπη και η άνοδος του έθνους – κράτους σταθεροποίησε το διαμορφούμενο καθεστώς του καισαροπαπισμού. Στην ορθόδοξη ανατολή δεν λειτούργησε τίποτε από τα παραπάνω ως θεσμός, εν αντιθέσει με την Δύση, ιδιαιτέρως μετά το σχίσμα όπου υπήρχε μια συνεχής διαπάλη μεταξύ των δύο εξουσιών….. Ιδού κάποια κείμενα για το τι συμβαίνει στη Δύση και στην Ανατολή.
Α) Τι συμβαίνει στη Δύση; Για τη Δύση γράφει ο Βασ. Χρ. Καραγιώργης τα εξής: « Ο χριστιανισμός αποτελούσε στη Δύση κεντρικό ή και το μοναδικό στοιχείο αναφοράς κάθε σοβαρής και συγκροτημένης πολιτισμικής κινήσεως, επί πλέον δε είχε καταστή βασικός δομικός παράγοντας της δυτικής κοινωνίας. Η διαπίστωση αυτή είχε γίνει σαφής ήδη από την καρολίγγεια εποχή, οπότε συστηματοποιούνται οι προσπάθειες των Γερμανών βασιλέων να προσαρτήσουν όλους τους δυτικούς λαούς σε ενιαίο νομικοπολιτικό οργανισμό, τη Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ταυτόχρονα όμως πρόβαλε το τραγικό, κατά τη γνώμη μας, αδιέξοδο του δυτικού κόσμου, το οποίο θα κορυφωθή με την ανατολή και την πολιτική ισχυροποίηση των εθνικών κρατών. Επρόκειτο κυριολεκτικά περί μιας αντινομίας, αφού ο δυαλισμός μεταξύ των δύο εξουσιών, που πήγαζε από την εγγενή στη δυτική χριστιανική πνευματικότητα αντίθεση πνευματικού και κοσμικού, η οποία εισήχθη με τη σκέψη του Αυγουστίνου, οδήγησε σε μονιστικές τάσεις, οι οποίες εκφράζονταν με την κυριαρχία είτε του ενός μέρους είτε του άλλου (παποκαισαρισμός, που έφθανε μέχρι την Ιεροκρατία, ή καισαροπαπισμός), ανάλογα προς τις πολιτικές ισορροπίες κάθε εποχής. Από τη μία πλευρά η ιερατική εξουσία, εκμεταλλευόμενη την εξ αντικειμένου κεντρική θέση της, ήθελε να ελέγξη το εκκλησιαστικό σώμα στο πολυδιασπασμένο εθνικά και πολιτικά δυτικό κόσμο μέσω μιας ενιαίας κοσμικής εξουσίας την οποία προσπαθούσε να θέσει υπό την επιρροή της, ή, όταν αυτό κατέστη πολιτικά αδύνατο με τη διάλυση της Γερμανικής αυτοκρατορίας, μέσω της προβολής ιεροκρατικών τάσεων επί των εθνικών κρατών. Από την άλλη, οι φορείς της κοσμικής εξουσίας ήθελαν να ελέγχουν το εκκλησιαστικό σώμα της επικρατείας τους για εσωτερικούς λόγους, όμως, δεν μπορούσαν να έλθουν σε οριστική ρήξη με τον εκάστοτε φορέα της ιερατικής εξουσίας, η οποία βρισκόταν στη βάση του πολιτισμικού και ιδεολογικού οικοδομήματος της Δύσεως. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι οποιαδήποτε συνεργασία ήταν αδύνατη τόσο για θεωρητικούς, όσο και για πρακτικούς λόγους. Πράγματι, ο έντονα θεοκρατικός χαρακτήρας του δυτικού μεσαιωνικού κόσμου απέκλειε εκ προοιμίου τη διαλεκτική συνύπαρξη ή την παράλληλη πορεία των δύο εξουσιών. Παράλληλα όμως η αυθυπαρξία των δύο αυτών μεγεθών ήταν ουσιαστικά αδύνατη» (Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ. «Διήγηση», Αθήνα 1998, σελ. 14-15).
Επίσης ο καθηγητής Φειδάς για την χρονική περίοδο 1054-1517, γράφει: «ο παπικός θρόνος ήταν πράγματι εγκλωβισμένος στις ασφυκτικές αγκάλες ενός αδυσώπητου καισαροπαπισμού, ο οποίος εναλλασσόταν μεταξύ της καταχρηστικής αυθεντίας του γερμανού αυτοκράτορα και των καιροσκοπικών αυθαιρεσιών των τοπικών ηγεμόνων της Ιταλίας. Η σύνδεση του πολύμορφου δυτικού καισαροπαπισμού με την εκλογή και την εγκαθίδρυση όλων σχεδόν των επισκόπων της Δυτικής Εκκλησίας αναδυόταν μεν ως ευνόητη από τις φεουδαλικές δομές της δυτικής κοινωνίας, αποδιοργάνωνε όμως την όλη κανονική βάση της Εκκλησιαστικής διοικήσεως, αφού η εκλογή τόσο του πάπα, όσο και των επισκόπων της Εκκλησίας της Δύσεως είχε περιέλθει πλέον υπό τον πλήρη έλεγχο του γερμανού αυτοκράτορα ή των τοπικών ηγεμόνων» (Εκκλησιαστική ιστορία, τόμος β΄ σελ. 393-4).
Β) Τι συμβαίνει στην Ανατολή; 1) Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής εξουσίας για την εκ θεού δοθείσα εξουσία, κατά την πρωτοβυζαντινή κυρίως εποχή, έχουμε από μαρτυρίες Πατέρων και άλλων εκπροσώπων. Στο πρόσωπο του αυτοκράτορα συζεύγνυνται και η εκκλησιαστική και η πολιτική εξουσία θεόθεν σταλείσες: Ο Όσιος Κορδούης προς Μ. Κων/ντίνο: «Ο Θεός σου έδωσε τη βασιλεία». Καισαρείας Ευσέβιος: «ο Αυτοκράτορας θα δυναμώσει τη μοναρχική του δύναμη, αν μιμηθεί το Θεό, αυτό όμως κατορθώνεται προσέχοντας το Θεό για πρότυπο διακυβερνήσεως των επιγείων» και «μάλλον δι’ ευχής αιτείσθαι τω επισκόπω καν εν τω παρόντι, καν εν τω μέλλοντι, της του Θεού δουλείας αξίω αυτώ φανήναι». Γρηγόριος ο Θεολόγος: Ο Αυτοκράτορας «εικών ει του Θεού», «Χριστώ συνάρχεις, Χριστώ συνδιοικείς» και «αρχής ίδιον το ελεείν….. μίμησε τον Δεσπότην».. Ιουστινιανός, Αυτοκράτορας: «Με τη θέληση του Θεού κυβερνάμε μια αυτοκρατορία, που μας την έχει προσφέρει η θεία Μεγαλοσύνη και μόνον ο Θεός και ο Αυτοκράτορας, που ακολουθεί το Θεό, μπορούν να κυβερνήσουν με δικαιοσύνη». Μάξιμος ο Ομολογητής: Ο Άρχοντας «που είναι η βάση της πολιτικής εργασίας εκφράζει πιο πιστά την θεία θέληση και δίκαια έτυχε να κυβερνά τους ανθρώπους. Παρουσιάστηκε στ’ αλήθεια στην γη σαν δεύτερος Θεός». Λέων Ίσαυρος, Αυτοκράτορας: «Βασιλεύς και Ιερεύς ειμί και ο Θεός το κράτος της βασιλείας εγχειρήσας ημίν ως ηυδόκησε…..». Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης: «Ο Βασιλιάς, που εφαρμόζει τους νόμους, είναι ο έμψυχος νόμος». Ο Μ. Κωνσταντίνος ουδέποτε χρίστηκε Ιερέας, αλλά αυτοαναρρήθηκε με τους εξής τίτλους: α) «Επίσκοπος των εκτός», επόπτης των θρησκευτικών πραγμάτων (Ευσέβιος, βίος Κων/νου Δ΄, 24). Η εξουσία του πηγάζει από το γεγονός ότι θεωρήθηκε η επίγεια εικόνα του Θεού «της ουρανίου βασιλείας εικόνι κεκοσμημένος» (Ευσέβιος, Τριακονταετηρίς, Ι ΒΕΠΕΣ, τ. 24, σελ. 238), δοσίλογος μόνον απέναντι στον Θεό, β) αυτοανακηρύχθηκε επίσης «Επίσκοπος Επισκόπων» χωρίς αντίδραση της Εκκλησίας, βασιλεύς ταυτόχρονα και ιερεύς. Τούτο συνέβη και με τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, ο οποίος επευφημήθηκε από την Σύνοδο Κων/πολης [b]του 448 [/b]με τις λέξεις: «Πολλά τα έτη τω Αρχιερεί Βασιλεί» (ACO 2, 1,1,138,28), ο δε Αυτοκράτορας Μαρκιανός επευφημήθηκε στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο με παρόμοιες λέξεις, «πολλά τα έτη τω ιερεί, τω βασιλεί» (ACO, 2,1,2,157,29). Αυτή η σύζευξη πολιτικής εξουσίας και εκκλησιαστικής εξουσίας στο πρόσωπο του αυτοκράτορα έπαψε οριστικά να ισχύει μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο.
2) Διάκριση εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας: Αυτή η διάκριση των δυο αυτών εξουσιών φαίνεται καθαρά από τα λόγια του Όσίου Κορδούης, σε επιστολή του προς τον υιόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αυτοκράτορα Κωνστάντιον (337 – 361): «Μην προσπαθείς να επιβληθείς στα θέματα της Εκκλησίας, και μην μας προτρέπεις σχετικά με αυτά, αλλά θα ήταν καλύτερα εσύ να τα μάθαινες από μας. Σε σένα ο Θεός εμπιστεύθηκε την βασιλική εξουσία και σε μας την εκκλησιαστική. Και όπως ακριβώς αυτός που υφαρπάζει την εξουσία σου αντιτάσσεται στον Θεό που τα όρισε, έτσι να φοβάσαι μήπως και συ προσεταιριστείς τον χώρο ευθύνης της εκκλησίας και γίνεις υπεύθυνος κάποιου μεγάλου εγκλήματος. Απόδωσε, γιατί έτσι είναι γραμμένο, αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα στον Καίσαρα και αυτά που ανήκουν στον Θεό στον Θεό. Ούτε σε μας δεν είναι δυνατό να εξουσιάζουμε πάνω στη γη, μα ούτε και συ δεν δικαιούσαι να θυμιάζεις, βασιλιά»
Οι σχέσεις αυτές πήραν νομική υπόσταση στην ΣΤ΄ Νεαρά του Ιουστινιανού (535 μ.Χ), όπου περιγράφεται η πολιτική φιλοσοφία του βυζαντινού κράτους:
«Τα σημαντικότερα φιλάνθρωπα δώρα που έχουν δοθεί στους ανθρώπους από τον θεό είναι η Εκκλησιαστική εξουσία (Ιερωσύνη) και η Βασιλική εξουσία (Βασιλεία), η μια υπάρχει για να υπηρετεί το θείο, η άλλη υπάρχει για να εξουσιάζει και να δείχνει την φροντίδα της στους ανθρώπους, και από την ίδια και την αυτήν εξουσία εκπορεύονται και κοσμούν την ανθρώπινη ζωή, ώστε να μην μπορεί να υπάρχει τίποτε άλλο που να τυγχάνει τέτοιας φροντίδας από τους Βασιλείς όσο ο σεβασμός προς τους ιερείς, γιατί αυτοί και για χάρη εκείνων (των Βασιλέων δηλαδή) πάντα τον Θεό ικετεύουν. Γιατί, αν η μια είναι αψεγάδιαστη από κάθε άποψη και μετέχει στην άμεση και ανοικτή επικοινωνία με το θεό, κι αν η άλλη τιμά σωστά και ταιριαστά το πολίτευμα όπως τους παρεδόθη, έρχονται σε αγαστή συμφωνία ([i]αγαθή τις συμφωνία)[/i]».
Η κοινή εκπόρευση των δύο εξουσιών (Ιερωσύνης και Βασιλείας), σημαίνει την αυτοδύναμη προσφορά εν ονόματι του θεού την φιλάνθρωπη δωρεά του θεού που μέσα από αυτήν πραγματώνεται η βουλή του για την σωτηρία του κόσμου. Έτσι, για πρώτη φορά, διατυπώνεται νομικά η συναλληλία στις σχέσεις Κράτους – εκκλησίας, δηλαδή η υπαγωγή της κρατικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας σε μια ανώτερη αρχή, αυτήν του ίδιου του Θεού. Αυτό που στο κείμενο της Νεαράς περιγράφεται ως συμφωνία δεν είναι παρά ο σημερινός όρος «συναλληλία». Η λέξη είναι δάνεια από την Επιστήμη της λογικής και σημαίνει την κατευθείαν υπαγωγή – αναγωγή εννοιών σε μια ιεραρχικά ανώτερη (π.χ. έλατο, βελανιδιά, οξιά υπάγονται στην γενικότερη έννοια φυτά). Οπτικοποιώντας τα παραπάνω θα λέγαμε ότι η συναλληλία γίνεται νοητή ως ένα τρίγωνο με γωνία - κορυφή την έννοια «Θεός» που ισαπέχει από τις προσκείμενες γωνίες του (Εκκλησία – Κράτος).
Παράδειγμα ανοικτής επίθεσης αυτοκράτορα, του Ιουστινιανού Α΄, προς προκαθήμενο Εκκλησίας, συγκεκριμένα του προκαθήμενου της Καθολικής Εκκλησίας ήταν χαρακτηριστική στις μεταξύ τους σχέσεις. H καταδίκη του μονοφυσιτισμού δεν σήμανε και την εξαφάνισή του. H αίρεση γνώρισε μεγάλη εξάπλωση, ιδιαίτερα στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, και απετέλεσε το αντιπαλον δεος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υποστηρίζεται δε ότι για μια εποχή εχειροτονήθησαν 27 μονοφυσίτες επίσκοποι και 100.000 πρεσβύτεροι και διάκονοι.
Ο Ιουστιανιανός επηρεασμένος και από την σύζυγό του και αυτοκράτειρα Θεοδώρα, η οποία ευνοούσε τον μονοφυσιτισμό, είχε επί πόλύν χρόνον τηρήσει διαλλακτική στάση απέναντι στους μονοφυσίτες επιδιώκοντας να μονιάσει τα αντίπαλα δόγματα, ώστε να εξασφαλίσει θρησκευτική ειρήνη στην Αυτοκρατορία. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής το 543 εξέδωσε διάταγμα με το οποίο καταδίκαζε τα λεγόμενα Τρία Κεφάλαια, έργα ισάριθμων θεολόγων του 4ου αιώνα, του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του Θεοδωρήτου Κύρρου και του Ιβα Εδέσσης, όλα νεστοριανού προσανατολισμού, δηλαδή δυοφυσιτικά. Το διάταγμα, ωστόσο,θα έπρεπε φυσιολογικά να εξευμενίσει τους μονοφυσίτες, αφού ικανοποιούσε προηγούμενο αίτημά τους, και να τους συμφιλιώσει με τις αποφάσεις της Χαλκηδόνας.

Το διάταγμα για τα Τρία Κεφάλαια, που ο Ιουστινιανός το εξέδωσε ως υποχρεωτικό για όλες τις εκκλησίες, ανησύχησε τους δυτικούς επισκόπους, οι οποίοι επικαλούμενοι διάφορες δικαιολογίες ηρνήθησαν να το επικυρώσουν. Για την άμεση λύση του προβλήματος ο Ιουστινιανός συνεκάλεσε την E' Οικουμενική Σύνοδο στην σύνοδο, της οποίας προήδρευσε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, πήραν μέρος 165 ιερωμένοι , αλλά ουδείς από τη Ρώμη: ο Πάπας Βιγίλιος δεν ήθελε να δυσθυμήσει τους δυτικούς επισκόπους που ήταν πολέμιοι με την καταδίκη των Τριών Κεφαλαίων.

ο πάπας Βιγίλιος ευρίσκετο εν Κωνσταντινουπόλει από το 547. Το επόμενο έτος υπέγραψε το διάταγμα της καταδίκης των Τριών Κεφαλαίων. Οι αλλεπάλληλες οπισθαναχωρήσεις του είχαν ως αποτέλεσμα να στηθούν κωμικοτραγικές σκηνές για το πρόσωπό του.Υστερότερα ανεκάλεσε την υπογραφή του, και για να μην παρουσιασθεί στη σύνοδο κατέφυγε σε μια εκκλησία μαζί με τους επισκόπους της συνοδείας του. Ο Ιουστινιανός εξοργίστηκε μαζί του και έστειλε στρατιωτικό απόσπασμα να τον φέρει με τη βία. Ο Πάπας πιάστηκε από την Αγία Τράπεζα και δεν έλεγε να κουνήσει. Οι στρατιώτες τον άρπαξαν από τα πόδια και από τα γένια και προσπαθούσαν να τον ξεκολλήσουν. H Αγία Τράπεζα ανατράπηκε και παραλίγο να καταπλακώσει τον Πάπα. Ακολούθησε θερμό επεισόδιο και μερικοί επίσκοποι τραυματίστηκαν ώσπου τελικά οι στρατιώτες, μπροστά στην σθεναρά αντίσταση του Πάπα, εγκατέλειψαν την προσπάθεια.

Ακολούθησαν και άλλες επεισόδια, αλλά εν τέλει ο Βιγίλιος, με γράμμα του, αναγνώρισε την απόφαση της συνόδου για την καταδίκη των Τριών Κεφαλαίων. H σύνοδος καταδίκασε επίσης ορισμένες άλλες αιρετικές διδασκαλίες και επικύρωσε ουσιαστικά τις αποφάσεις των προηγουμένων συνόδων
Καθ’ όλην την διάρκειαν της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ίσχυσε το μοντέλο της συναλληλίας. Βεβαίως, υπήρχαν περιπτώσεις που δεν λειτούργησε όπως πρέπει, ιδιαίτερα στην δύσκολη περίοδο της Εικονομαχίας:
Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν αιώνα τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Άρχισε το 726, όταν ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος ανέφερε σε ένα λόγο του, ότι οι εικόνες ήταν είδωλα και έπρεπε φυσικά να καταργηθούν και υποκινήθηκε βασικά από λόγους θρησκευτικούς (καταπολέμηση ορισμένων λαϊκών τάσεων προς την ειδωλολατρία) αλλά και πολιτικούς (περιορισμός της υπερβολικής δύναμης των μοναχών). Οπωσδήποτε, ασάφεια των πηγών έχει οδηγήσει σε πολλές ερμηνείες ως προς τα αίτια της. Την εικονομαχία την αποδέχτηκε η σύνοδος της Κωνσταντινούπολης το 730 η οποία δέχτηκε τις αυτοκρατορικές απόψεις, την καταδίκασαν όμως αμέσως οι Ρωμαίοι Ποντίφικες, οι οποίοι απαγόρευσαν ακόμα και με την βία τη διάδοση της στη Δύση. Ζήτησαν μάλιστα γι’ αυτό την βοήθεια των Φράγκων, γεγονός που είχε σοβαρές ιστορικές συνέπειες (φραγκοπαπική συμμαχία ίδρυση στα βυζαντινά εδάφη της Ιταλίας της χορηγίας του Αγίου Πέτρου, του βασιλείου των Λογγοβαρδών, ίδρυση της αυτοκρατορίας των Καρολιδών). Όταν τα μέτρα κατά των εικονολατρών έγιναν ακόμη αυστηρότερα επί Κωνσταντίνου Ε’, διαδόχου του Λέοντα Γ’ του ΄Ισαυρου, οι μοναχοί αντέδρασαν με οξύτητα, αντιμετωπίστηκαν όμως με σκληρότητα και οι μοναστικές περιουσίες τέθηκαν υπό τον έλεγχο του κράτους. Τους νόμους κατά των εικονολατρών ανακάλεσε η αυτοκράτειρα Ειρήνη (7η Οικουμενική Σύνοδος, το 787, με συμμετοχή των αντιπροσώπων της Ρώμης), τους επανέφεραν όμως οι διάδοχοί της και κυρίως ο Λέων Ε’, στις αρχές του 9ου αιώνα. Η εικονομαχία έπαψε οριστικά επί Θεοδώρας, το 843, οπότε αποκαταστάθηκε η εικονολατρία, με την αναστήλωση των εικόνων στις 11 Μαρτίου 843. Η ημέρα αυτή γιορτάζεται σήμερα την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής, δηλαδή την Κυριακή της Ορθοδοξίας.

Ο εικονομάχος αυτοκράτωρ Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος (717 – 740) που δήλωνε απερίφραστα ότι «είναι πρώτα βασιλιάς και μετά ιερέας» μας πληροφορεί ο Θεοφάνης στην Χρονογραφία του ότι:
«Ο Λέων [i]΄΄ο δυσσεβής΄΄ συγκρότησε «σιλέντιο» (=αυτοκρατορικό συμβούλιο) κατά των αγίων και σεβαστών εικόνων. Κάλεσε και τον αγιότατο Πατριάρχη Γερμανό, επειδή νόμιζε πως θα τον πείσει να υπογράψει κατά των αγίων εικόνων. Ο γενναίος όμως δούλος του Χριστού χωρίς να πειστεί καθόλου στην άθλια κακοδοξία του ακολουθώντας το δρόμο το σωστό της αλήθειας παραιτήθηκε από το αρχιερατικό του αξίωμα. Αφού παράδωσε το ωμοφόριό του είπε μετά από πολλά διδακτικά λόγια: «Αν εγώ είμαι Ιωνάς ρίξτε με στη θάλασσα. Όμως, βασιλιά, είναι αδύνατο σε μένα να φέρω αλλαγές στην πίστη χωρίς οικουμενική σύνοδο[/i]».
Περιπτώσεις, επίσης, που έχουμε καταστρατήγηση της συναλληλίας είναι όσες φορές ο αυτοκράτωρ ώριζε τους υιούς του ως πατριάρχες π.χ. ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών (867 - 886) ο ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας, ο διάδοχος του ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (886 - 912) ή ακόμα ο Ρωμανός Α΄ ο Λεκαπηνός (919 – 944).
Γενικότερα η σχέση Εκκλησίας – Κράτους ήταν καλές και συνεργατικές. Η Εκκλησία είχε την ανάγκη προστασίας της Πολιτείας και ο αυτοκράτωρ καθίστατο η κεφαλή της. Ο ίδιος ο αυτοκράτωρ ενθρόνιζε τον νέο Πατριάρχη με τη διακήρυξη:
«…αυτός ο άνθρωπος χειροτονείται Πατριάρχης με τη χάρη του Θεού και με τη δική μας συγκατάθεση…»
Στην Επαναγωγή (ΙΙΙ 1 – 8) του ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών μας περιγράφει τις αρμοδιότητες του Πατριάρχη:
Πατριάρχης είναι ζωντανή και έμψυχη εικόνα του Χριστού, που με λόγια και πράξεις δείχνει την αλήθεια. Σκοπός για τον πατριάρχη (είναι), πρώτο μεν αυτούς που παρέλαβε απ’ το Θεό να τους διαφυλάξει με ευσέβεια και σεμνότητα βίου. Ακόμα, όσο μπορεί, όλους τους αιρετικούς να επαναφέρει στην ορθοδοξία και την ένωση με το σώμα της εκκλησίας. Κι ακόμα να κάνει μιμητές της πίστης τους απίστους παραδειγματίζοντάς τους με την λαμπρή ανώτερη και αξιοθαύμαστη συμπεριφορά του
… ξεχωριστός ρόλος του Πατριάρχη είναι να διδάσκει, να εξισώνεται χωρίς να δυσφορεί και με τους ανωτέρους και με τους κατωτέρους και να είναι πράος και δίκαιος. Να ελέγχει όμως αυτούς που απειθούν, να μη διστάζει δε να υπερασπίζεται την αλήθεια και να διεκδικεί τα δικαιώματα των δογμάτων ακόμα και μπροστά στον βασιλιά…
Σαφώς πολύ σημαντικά όσα γράφει ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών, αν και ο ίδιος, όπως είπαμε, ώρισε υιόν του (τον μικρότερο υιό του Στέφανο) ως πατριάρχη. Το κατά πόσον και κατά ποίον τρόπον, από την άλλη, ο πατριάρχης μπορεί να επαναφέρει αιρετικούς, δηλαδή μη ορθοδόξους Χριστιανούς πίσω στους κόλπους της Εκκλησίας είναι ένα ερώτημα. Επίσης, είναι ένα ερώτημα κατά πόσον ηθική ήταν η ζωή ενός πατριάρχη και, εν γένει, ενός ιερωμένου, όταν ρυθμίζεται για εκείνον/-ους ένας ιδανικός τρόπος συμπεριφοράς. Δυο πατριάρχες, ο Αναστάσιος και ο Κωνσταντίνος, λόγω εκλύτου βίου απεπέμφθησαν από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Ε΄ (740 – 775). Αμφότεροι τιμωρήθηκαν παραδειγματικά.
Μια θαυμάσια εικόνα τήρησης της συναλληλίας αυτή τη φορά μας δίνει η εξής ιστορία που αφηγείται για τον Άγιο Δανιήλ τον Στυλίτη, ο οποίος εμόνασε επί στύλου στην Κωνσταντινούπολη, σε περιοχή κοντά στο αυτοκρατορικό παλάτι, μεταξύ άλλων και ο τότε αυτοκράτωρ Λέων Α΄ (457 – 474) πήγαινε να τον βλέπει και να τον προσκυνά.
Οι σχέσεις του αγίου με τους ανώτατους αξιωματούχους της Βασιλεύουσας που τους θεραπεύει από ανίατες ασθένειες, τους απαλλάσσει από το μαρτύριο της δαιμονοληψίας, προσεύχεται και αποκτούν τα παιδιά που επιθυμούσαν, αρχίζουν να συσφίγγονται μετά το επεισόδιο με το Γελάνιο. Ο άγιος αρχικά συγκρούεται με τους εκπροσώπους της εξουσίας (πολιτικής και οικονομικής) στο πρόσωπο του Γελάνιου, «καστρήσιου της θείας τραπέζης» και υφισταμένου «του επί της τραπέζης», γιατί οικοδομεί το στύλο του σε ιδιοκτησία του Γελάνιου. Ο Γελάνιος στη σύγκρουσή του με τον Στυλίτη στηρίζεται στην υποστήριξη του αυτοκράτορα Λέοντα και του νέου Πατριάρχη Γεννάδιου οι οποίοι, πραγματικά, τον δικαιώνουν αρχικά. Ωστόσο, η σύγκρουση του ασκητή, τουλάχιστον στο λεκτικό επίπεδο, δεν είναι τόσο έντονη με τον ιδιοκτήτη της γης, ούτε με τον αυτοκράτορα, όσο είναι με τον Πατριάρχη. Τελικά, ο Γελάνιος όχι μόνο υποχωρεί υπέρ του Δανιήλ, αλλά διατίθεται μάλιστα και να του φτιάξει έναν καινούργιο στύλο στην ιδιοκτησία του, δεχόμενος την ευλογία του. Η «κατάκτηση» της κοσμικής εξουσίας (πολιτικής, οικονομικής, στρατιωτικής) απ’ τον άγιο-ασκητή έγινε πραγματικότητα. Σημαντικοί αξιωματούχοι της Βασιλεύουσας όπως ο Κύρος επισκέπτονται τον άγιο και δέχονται τις συμβουλές και τις ευεργεσίες του. Αργότερα η ίδια η αυτοκράτειρα Ευδοξία επισκέπτεται τον άγιο και του προσφέρει γη για εγκατάσταση, την οποία ο άγιος δε δέχεται. Ο άγιος επίσης θα έλθει σε επαφή και με τον αυτοκράτορα Λέοντα, ο οποίος του ζητά να προσευχηθεί γι΄ αυτόν, για ν’ αποκτήσει γιο, πράγμα που πραγματοποιείται. Τότε ο αυτοκράτορας για ν’ ανταμείψει τον άγιο, του θεμελιώνει έναν τρίτο στύλο.
Ο φθόνος των αιρετικών ήταν τέτοιος που, παρόλη την εύνοια του αυτοκράτορα, τον καταδιώκουν, προκειμένου να τον βάλουν σε πειρασμό: του στέλνουν μια πόρνη μετά από αμοιβή, για να τον κολάσει, αλλά το σχέδιο δεν ευοδώνει.
Δια του προσώπου του πατριάρχη Γενναδίου η επίσημη εκκλησία έρχεται σε αντίθεση με τον ασκητή κι έτσι αρχίζει η καινούρια διαμάχη εκκλησίας-Στυλίτη. Στην διαμάχη αυτή ο αυτοκράτορας υποστηρίζει τον Δανιήλ που έχει πλέον γίνει ο πλέον συμπαθέστερος. Ο αυτοκράτωρ υποχρεώνει τον Πατριάρχη Γεννάδιο να χειροτονήσει ιερέα τον άγιο, αν και ο άγιος μέχρι τελευταίας στιγμής αρνείτο κατηγορηματικά να δεχτεί τον Πατριάρχη.
Όταν ο στύλος του αγίου καταστρέφεται από κακοκαιρία με σφοδρούς ανέμους, ο αυτοκράτορας καθιστά υπολόγους και υπεύθυνους τους αρχιτέκτονες και τους τεχνίτες που το έκτισαν. Όμως ο άγιος τον παρακαλεί να μην τους βλάψει. Η εύνοια του αυτοκράτορα προς τον άγιο γίνεται πλέον σχέση φιλίας, φροντίδας και προστασίας.
Η Εκκλησία δεν είχε πάντα την ίδια θέση στην κοινωνία. Την πρώιμη βυζαντινή περίοδο η θέση που είχε στις πόλεις στα πλαίσια της αστικής συγκρότησης των πόλεων ήταν υψηλή και σημαντική, δίπλα στον τοπικό διοικητή και τον στρατιωτικό διοικητή. Με την παρακμή όμως των πόλεων τον 7ο και 8ο αιώνα η Εκκλησία επηρεάστηκε και υποβαθμίστηκε κατά πολύ η θέση της. Για να ανακάμψει από αυτήν την κατάπτωση το 869 μ.Χ. συνεκάλεσε σύνοδο, κατά την οποία ορίστηκε ότι ο επίσκοπος δε έπρεπε να απομακρύνεται πολύ από την Εκκλησία του για να υποδεχτεί έναν στρατηγό ή οιονδήποτε άλλον κρατικό αξιωματούχο, δεν έπρεπε να κατεβαίνει βιαστικά από το άλογό του, για να πλησιάζει έντρομος έναν κρατικό αξιωματούχο, επίσης δεν έπρεπε να δειπνεί μαζί με έναν αξιωματούχο, για να μην αναγκαστεί να δείξει υπερβολικό σεβασμό. Συνεπώς, η εικόνα που σχηματίζουμε από έναν εκκλησιαστικό άρχοντα είναι αυτή ενός έντρομου ανθρώπου που στην παρουσία ακόμα και ενός απλού αξιωματούχου συμπεριφέρονταν κατώτερα των περιστάσεων αποτελούμενοι πια ένα ίχνος της παλιάς τους δόξας στα πρώτα χρόνια.

I. Σχέση Εκκλησίας και Κράτους κατά την Εποχή των Νεωτέρων Χρόνων
Η αρχή έγινε στην Αγγλία τον 16ο αι. μ.Χ., όταν ο Ερρίκος Η΄ το 1531 ήρθε σε ρήξη με τον πάπα και ίδρυσε την Αγγλικανική Εκκλησία, στην οποία ο ίδιος ανακηρύχτηκε αρχηγός. Ακόμα και σήμερα η βασίλισσα Ελισάβετ είναι αρχηγός της Εκκλησίας και αυτή διορίζει τους επισκόπους.
Η δεύτερη πράξη του καισαροπαπισμού έγινε στη Γερμανία, όταν επικράτησαν οι απόψεις του Μαρτίνου Λούθηρου (1483 – 1546) περί μιας εκκλησίας ανεξάρτητης από τον απολυταρχισμό του πάπα. Η εκκλησία πλέον θα διοικείται από τον κοσμικό ηγεμόνα. Η τελική πράξη, ωστόσο, για την κρατικοποίηση της εκκλησίας έγινε με την υπογραφή της Ειρήνης της Αυγούστας (Augsburg) το 1555, σύμφωνα με την οποία διατυπώθηκε η αρχή του cuius regio, eius religio (η θρησκεία του ηγεμόνος επιβάλλεται σε όλους τους υπηκόους του κράτους του).
Στη συνέχεια ο καισαροπαπισμός μας πηγαίνει στη Γαλλία, όπου ο γαλλικανισμός επιβάλλεται από τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄ το 1682 στη γνωστή «Διακήρυξη των τεσσάρων άρθρων» από τον επίσκοπο Bossuet. Ο γαλλικανισμός έφτασε παραπέρα με το «Πολιτικό Σύνταγμα του Κλήρου» του 1790 και το «Κογκορδάτο» του Βοναπάρτη το 1801. Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 1905, όταν επανήλθε ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, ο παποκαισαρισμός επέστρεψε με τη μορφή του ουλτραμοντανισμού (της απόλυτης εξουσίας του πάπα). Στη Ρωσία επί Μεγάλου Πέτρου (17ος – 18ος αι.) κάνοντας ανοίγματα δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τον καισαροπαπισμό. Όταν απέθανε ο πατριάρχης Αδριανός το 1700, ο τσάρος Πέτρος απέτρεψε την εκλογή νέου πατριάρχη και κατήργησε την μέχρι τότε ισχύσασα συναλληλία, την συγκυβέρνηση δηλαδή Εκκλησίας και Κράτους. Τέλος, στη χώρα μας ο βασιλεύς Όθων το 1833 αποσχίζοντας την Εκκλησία της Ελλάδος από το Οικουμενικό πατριαρχείο έθεσε ουσιαστικά υπό έλεγχο την Εκκλησία. Από τότε η Εκκλησία ήταν υποταγμένη στο Κράτος διερχόμενη μέσα από απόλυτη μοναρχία και συνταγματική μοναρχία έως την αβασίλευτη δημοκρατία στις μέρες μας υπαγόμενη στο υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων.

II. Εκκλησία και κράτος: Σχέσεις σύγκρουσης και υπονόμευσης
Η σχέση της κοσμικής με την εκκλησιαστική εξουσία δρομολόγησε μια σειρά από εξελίξεις, που άρχισαν να δημιουργούνται τον 16ο αιώνα, με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση, και αφορούν στον επαναπροσδιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας. Προς το τέλος του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα μια ομάδα διανοουμένων συγγραφέων, λογίων και ευγενών ανέπτυξε έντονα ορθολογική και αντικληρική σκέψη. Μόλις από τον προηγούμενο αιώνα τα γραπτά του Locke με κορυφαίο το "A Letter Concerning Toleration"είχαν ασκήσει καθοριστική επίδραση, καταλαγιάζοντας τα θρησκευτικά πάθη και εξανθρωπίζοντας τη νομοθεσία, με άμεσο αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνιση των δικών και των εκτελέσεων για μαύρη μαγεία και για αιρέσεις. Με τη άνοδο της αστικής τάξης παρατηρούνται πολλές απόπειρες δημιουργίας μιας ανάλογης αστικής, μη χριστιανικής ηθικής (Ροβεσπιέρος, Saint Simon, Comte). Με την ραγδαία λόγω των νέων βιομηχανικών οικισμών αστικοποίηση παρατηρείται από την πλευρά των ασθενών τάξεων άγνοια και αδιαφορία απέναντι στην οργανωμένη θρησκεία. Οι επίσημες εκκλησίες, προσαρμοσμένες να επιλύουν τα προβλήματα των ανθρώπων της υπαίθρου, δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες των ανθρώπων των βιομηχανικών πόλεων. Επιπλέον, κατά το τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, επεκράτησε η τάση στην επιστήμη η έντονη στροφή προς τα εγκόσμια, η διατύπωση της θεωρίας για την εξέλιξη των ειδών, η αμφισβήτηση του θείου χαρακτήρα της Βίβλου, η αμφισβήτηση των υπερφυσικών ικανοτήτων όσων συνέγραψαν τα Ευαγγέλια. Στην ίδια εποχή ο John Stuart Mill δημοσίευσε το δοκίμιο "On Liberty" με κεφάλαιο αφιερωμένο στην ελευθερία της σκέψης. Όπως φαίνεται από τα συνταγματικά κείμενα της εποχής, η αντιεκκλησιαστική τάση στο κοινωνικό πεδίο αποτέλεσε το εφαλτήριο για την επίθεση που εξαπέλυσαν τα κράτη κατά της περιουσίας και των προνομίων των εκκλησιών και του κλήρου, αναλαμβάνοντας τα ίδια να ασκούν τα καθήκοντα στα πεδία της πρόνοιας, υγείας και εκπαίδευσης, που έως τότε εκτελούσαν κυρίως εκκλησιαστικοί φορείς.
Η κοινωνία σε όλα της τα στρώματα από κοινού απεφάσιζε την επιστροφή στην θρησκεία: για τους μεν αγρότες και εργάτες ήταν ο τρόπος αντιμετώπισης της θλιβερής καταπιεστικής κοινωνίας του αστικού φιλελευθερισμού• για τις μεσαίες τάξεις η θρησκεία συναινούσε ως προς την ηθική διάσταση των κερδών τους• για τη μοναρχία και την αριστοκρατία ήταν παράγοντας κοινωνικής σταθερότητας, αφού η εκκλησία παρέμενε ο εγγυητής των συντηρητικών κυβερνήσεων των ευρωπαϊκών κρατών μετά το Ιεροσυμμαχικό 1815, ενισχύοντας την αποτροπή ενδεχόμενης επαναστατικής αναταραχής.
Ωστόσο, ο σπόρος της ανεξιθρησκίας είχε ήδη ριζώσει στον ευρωπαϊκό χώρο με αντανάκλαση στα Συντάγματα του 19ου αιώνα, που κινήθηκαν σταδιακά προς την κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας και την εκκοσμίκευση του κράτους.

ΙΙΙ. Τι προβλέπει το σύνταγμα για τη σχέση κράτους - Εκκλησίας στα ευρωπαϊκά κράτη
Η σχέση κράτους – Εκκλησίας στα κράτη – μέλη της ΕΕ μπορούν να πάρουν ποικίλες μορφές σε μία κλίμακα από την αγνόηση έως την οργανική σύνδεση των δύο, ανάλογα με τον βαθμό συμμετοχής και παρέμβασης της Εκκλησίας στα του κράτους και το αντίστροφο μορφές συνύπαρξης κράτους και εκκλησίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1. Κράτη με επίσημη εκκλησία
Εδώ ανήκουν τα κράτη που αναγνωρίζουν μια μόνο επίσημη Εκκλησία σε συνδυασμό με τον εθνικό της χαρακτήρα. Σ’ αυτήν την κατηγορία υπάγονται η Δανία, η Μεγ. Βρετανία και η Ελλάδα. (βλ. παραπάνω)
Η εθνική ολοκλήρωση στα σκανδιναβικά κράτη συντελέστηκε με την απόσπασή τους από τον καθολικισμό χωρίς έντονες συγκρούσεις, εξαιτίας της μικρής επιρροής του Πάπα στις χώρες αυτές. Η Δανία είναι η μόνη χώρα, όπου η Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία αποτελεί από το 1849 επίσημη εκκλησία, ενώ οι σχέσεις της με το κράτος καθορίζονται με ειδικό νόμο, όπως προβλέπει το Σύνταγμα. Η στενή εξάρτηση μεταξύ των δύο δικαιολογεί την ύπαρξη ιδιαίτερου μέρους του Συντάγματος με τίτλο Κρατική εκκλησία "State Church", όπως επίσης και ξεχωριστού Υπουργείου αρμόδιου για τα εκκλησιαστικά ζητήματα, ενώ ο βασιλιάς ανήκει υποχρεωτικά στο επίσημο δόγμα.
Η Αγγλία, κατόπιν μακροχρόνιων και εργωδών προσπαθειών που δεν έλειψαν και αιματοχυσίες, ορίζεται από το 1689 ως επίσημη εκκλησία (εθνική) η Εκκλησία της Αγγλίας με κεφαλή της τον μονάρχη, αποκομμένη στο εξής πλήρως από την Καθολική Εκκλησία, καθεστώς που ισχύει έως σήμερα. Επιπλέον, η Αγγλικανική Εκκλησία παραχωρεί προνόμιο που προβλέπει παραχώρηση ορισμένων ακαδημαϊκών εδρών σε κληρικούς του επίσημου δόγματος στα Πανεπιστήμια του Oxford, Cambridge, Durham. Πρόσθετο προνόμιο συνιστά η προστασία της Εκκλησίας της Αγγλίας βάσει του νόμου περί βλασφημίας ήδη από το 1676.
2. Κράτη που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο χωρισμού ή επανένωσης Εκκλησίας - Κράτους
Η περίπτωση αυτή αποτελεί μεταβατικό στάδιο που οδηγεί είτε προς την αποσύνδεσή τους από την εκκλησία, όπως η Ιρλανδία, είτε προς την επανασύνδεσή τους με την εκκλησία, όπως η Πολωνία. Η Ιρλανδία, παρά τη βαθιά ριζωμένη παράδοσή της στον καθολικισμό που και σε εθνικό επίπεδο την βοήθησε να διαφοροποιηθεί από την Μ. Βρετανία, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο χωρισμός εκκλησίας – κράτους βρίσκεται σε μια διαδικασία περισσότερο χωρισμού. Το ιρλανδικό Σύνταγμα, πάντως, δεν κάνει λόγο για επίσημη θρησκεία, που ευνοεί και διασφαλίζει την ελευθερία της συνείδησης και αποτρέπει το κράτος να παραχωρήσει προνόμια υπέρ κάποιας θρησκείας. Ο κλήρος δεν μισθοδοτείται από το κράτος, αλλά η σύνδεση της Καθολικής Εκκλησίας και του κράτους σε ζητήματα εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής είναι εξαιρετικά στενή, ενώ η κοινή νομοθεσία επιβάλλει την αρμονία κράτους και εκκλησίας, προβάλλοντας τις αρχές τις δεύτερης.
Η Πολωνία, κατ’ αντίθεση προς την Ιρλανδία, εμφανίζει αποσχιστικές τάσεις στα πλαίσια των σχέσεων κράτους - εκκλησίας. Με την ξεκάθαρη διατύπωση του άρθρου 25 του πολωνικού Συντάγματος του 1997 έγινε μια προσπάθεια για προσωρινή σύμπλευση μεταξύ των δύο αντίθετων τάσεων, αφ’ ενός αυτής που διακήρυττε πλήρη και ρητό διαχωρισμό, και αφ’ ετέρου της άλλης που ήθελε την αποδοχή της σύνδεσης κράτους και εκκλησίας με ενεργό πολιτικό ρόλο της Καθολικής Εκκλησίας. Θεσπίστηκαν μέτρα για την σχετική ανεξαρτησία αλλά και συνεργασία εκκλησίας και κράτους. Μάλιστα, σχετικά με τις σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία πρόσφατα υπογράφηκε η σύναψη διεθνούς συνθήκης μεταξύ Πολωνίας και Αγίας Έδρας.
3. Κράτη με καθεστώς σχετικού χωρισμού από την εκκλησία
Στο καθεστώς αυτό οι δύο εξουσίες, κράτος και Εκκλησία, δεν βρίσκονται μεταξύ τους σε κατάσταση απόσχισης, αλλά σε ορισμένους τομείς, κυρίως σε θέματα παιδείας, κοινωνικής πολιτικής και υγείας, συνεργάζονται. Η συνεργασία αυτή αφορά όλα τα δόγματα εξίσου. Ειδικότερα η συνεργασία με την Καθολική Εκκλησία γίνεται υπό μορφή κονκορδάτου. Στην ομάδα αυτή εντάσσονται η Γερμανία, η Αυστρία, η Ιταλία, η Ισπανία, το Λουξεμβούργο κ.ά.
Στη γερμανική επικράτεια "κρατική εκκλησία δεν υφίσταται.". Κάθε θρησκευτική οντότητα είναι αυτόνομη και αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου συντεχνιακού χαρακτήρα. Ομοίως ισχύει και στην Αυστρία με ρύθμιση που ισχύει από το 1867.
Στην Ιταλία προβλέπεται από το Σύνταγμα του 1948, στο άρθρο 7 ανεξαρτησία• συνάμα δέ, στο άρθρο 8 του Συντάγματος, θεσπίζεται η ίση μεταχείριση μεταξύ όλων των θρησκευμάτων. Οι σχέσεις μεταξύ της ιταλικής πολιτείας και της Καθολικής Εκκλησίας διήλθαν σε κατάσταση σύγκρουσης με τον θεσπισθέντα περί διαζυγίου (1.12.1970) νόμο. Ωστόσο, τον Φεβρουάριο του 1984, αναθεωρήθηκε το μέχρι τότε ισχύον πλαίσιο με καινούργια συμφωνία με την Αγία Έδρα, όπου καταργήθηκε ο καθολικισμός ως επίσημη Εκκλησία του ιταλικού κράτους.
Στην Ισπανία, μετά την πτώση του Φράνκο ρυθμίστηκε το θρησκευτικό καθεστώς με μια σειρά από αναθεωρήσεων που αφορούσαν τις σχέσεις Αγίας Έδρας και πολιτείας, και που τελικά οδήγησαν στην θέσπιση του Συντάγματος του Δεκεμβρίου 1978. Εκεί συμφωνήθηκε (άρθρο 16.3) να μην υπάρχει επίσημο θρήσκευμα, ενώ με τον "οργανικό νόμο περί θρησκευτικής ελευθερίας" (Ιούλιος 1980) θεσπίζεται η συνεργασία μεταξύ κράτους και διαφόρων θρησκευμάτων, ανάλογη με αυτή που ρυθμίζει τις σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία, που έγινε πραγματικότητα μόλις το 1992.
Το ισχύον Σύνταγμα του Λουξεμβούργου του 1868, με κάποιες τροποποιήσεις (αναθεώρηση του 1998), διασφαλίζει το από τους ναπολεόντειους ήδη χρόνους υπογραφέν κονκορδάτο του 1801 μεταξύ Γαλλίας και Αγίας Έδρας, που ρυθμίζει τη σχέση του Λουξεμβούργου με την Καθολική Εκκλησία. Η Καθολική Εκκλησία, κρατώντας τα ηνία στα εκκλησιαστικά πράγματα του δουκάτου, δεν εμπόδισε στο να υιοθετηθεί μια θρησκευτική πολυφωνία.
Δ. Κράτη με καθεστώς χωρισμού κράτους και εκκλησίας
Στην ομάδα αυτή ανήκουν εκείνες οι χώρες που έχουν προωθήσει συνταγματικά τον τέλειο χωρισμό κράτους και εκκλησίας. Πέντε κράτη ανήκουν εδώ, η Πορτογαλία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Ελβετία.
Η Πορτογαλία, εκ παραδόσεως καθολική χώρα, προωθεί συνταγματικά τον χωρισμό των δυο εξουσιών. Το ισχύον Σύνταγμα του 1976(άρθρο 41.4) θεσπίζει ρητά τον χωρισμό κράτους και εκκλησίας πράγμα που δεν αίρει το υπογραφέν το 1940 κονκορδάτο, στο οποίο η Καθολική έχει το προνομιακό προβάδισμα έναντι των άλλων θρησκειών. Μεταξύ άλλων πολλών της αναγνωρίζεται η νομική προσωπικότητα και η απαλλαγή φορολογίας των ιερέων.
Η Γαλλία, μετά τον αστικό του μετασχηματισμό, κατοχύρωσε συνταγματικά (Σύνταγμα του 1791) τον χωρισμό του κράτους και της Εκκλησίας, όπου πλέον οι ιερείς θα ορκίζονται στην πολιτεία. Στο άρθρο 1 του ισχύοντος γαλλικού Συντάγματος ορίζεται: "Η Γαλλία είναι αβασίλευτη πολιτεία αδιαίρετη, χωρισμένη από την εκκλησία, δημοκρατική και κοινωνική".
Το Βέλγιο τήρησε στάση όμοια προς κάθε θρησκεία, παρόλο που παραδοσιακά ήταν χώρα καθολική με την δυνατότητα της παρέμβασης σε θέματα οργάνωσης.
Στην Ολλανδία, την χώρα που ,ως γνωστόν, χαίρει άκρατου φιλελευθερισμού, η σύγκρουση μεταξύ καθολικών και καλβινιστών (υποδιαίρεση προτεσταντισμού) δημιούργησε το πλαίσιο εκείνο στο οποίο οι διάφορες θρησκείες θα αποκτούσαν εξίσου την ίδια φωνή με όλες τις άλλες, πιστή και εδώ στο δόγμα του φιλελευθερισμού, και θα χωρίζονταν Εκκλησία και κράτος (Συντάγματα του 1798, 1983. Στο ισχύον Σύνταγμα του 1983 κατοχυρώνεται πλήρως η ελευθερία συνείδησης και η θρησκευτική ελευθερία, ενώ παράλληλα θεσπίζεται ένα σύστημα χωρισμού κράτους και εκκλησιών.
Κάνοντας μια γρήγορη περιδιάβαση στα προοίμια των συνταγμάτων της Ευρώπης παρατηρούμε: α)ότι στην Αγγλία ο μονάρχης είναι συνάμα και η κεφαλή της Αγγλικανικής Εκκλησίας, στεφθείς δε από τον Αρχιεπίσκοπο του Canterbury, και ορκίζεται όρκον με κάποιες θρησκευτικές αναφορές, β) στη Δανία ο βασιλιάς αποτελεί αφ’ ενός μέλος της επίσημης εκκλησίας, ο όρκος του όμως δίδεται ενώπιον του Συμβουλίου του Κράτους και δεν έχει θρησκευτικό χαρακτήρα, γ) Στον όρκο που δίνει ο όρκος του Προέδρου της Ιρλανδίας υπάρχει κάποια θρησκευτική αναφορά (στον "Παντοδύναμο Θεό"), δ) Στον όρκο που καλείται να δώσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Γερμανίας, άμα τηι αναλήψει των καθηκόντων του, προστίθεται στο τέλος η φράση: "Είθε να με βοηθήσει ο Θεός", ε) Η ίδια ακριβώς φράση προβλέπεται στο πολωνικό Σύνταγμα ως διακριτική ευχέρεια του Προέδρου της Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού. στ)Ο όρκος που δίδει ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας ενώπιον των νομοθετικών σωμάτων δεν περιλαμβάνει θρησκευτικές αναφορές• ομοίως δε και ο Ιταλός Πρωθυπουργός και η κυβέρνηση ορκίζονται ενώπιον του Πρόεδρου της Δημοκρατίας. Αντιθέτως, ουδεμία θρησκευτική αναφορά δεν υπάρχει στον όρκο που δίδεται από τον Ισπανό Βασιλέα και τον Διάδοχο, αλλά και ο Πρόεδρος της Πορτογαλίας ορκίζεται στην τιμή του. Το βελγικό Σύνταγμα δεν προβλέπει στον όρκο του Βασιλέα, ενώπιον των νομοθετικών σωμάτων, οποιεσδήποτε θρησκευτικές αναφορές, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον όρκο του Μεγάλου Δούκα και του Διαδόχου του Λουξεμβούργου. Τέλος, στο ελληνικό Σύνταγμα, ο όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν περιορίζεται σε αναφορά του Θεού, αλλά παραπέμπει στην Αγία Τριάδα (άρθρο 33 παρ.2), όπως και ο όρκος των βουλευτών (άρθρο 59 παρ.1), με την σχετική για αλλόθρησκους ή ετερόδοξους πρόβλεψη (άρθρο 59 παρ.2), χωρίς καμμία πρόβλεψη για άθρησκους ή άθεους.
Συμπερασματικά όσον αφορά τα προοίμια των Συνταγμάτων, διαπιστώνουμε ότι μόνο στο ιρλανδικό Σύνταγμα υπάρχει αναφορά στην Αγία Τριάδα. Το προοίμιο του γερμανικού Συντάγματος έχει αναφορά στον Θεό, χωρίς να κάνει κάποια νύξη για ποιας θρησκείας θεό γίνεται λόγος, ακριβώς όπως και στο εξαιρετικά βραχύ προοίμιο του ελβετικού Συντάγματος. Στο προοίμιο του ισπανικού Συντάγματος, όπως και στο γαλλικό και στο πορτογαλικό, δεν υπάρχει καμία θρησκευτική αναφορά. Το ελληνικό Σύνταγμα δεν διαθέτει προοίμιο, παρά μόνον προμετωπίδα: "Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος".

ΙV. Η σύγκριση με την ελληνική επιλογή της "επικρατούσας θρησκείας"
Όπως φαίνεται, η σύνδεση κράτους και εκκλησίας μπορεί να λάβει πολλές μορφές, με διαφορετικές αποχρώσεις από χώρα σε χώρα. Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας δεν εντοπίζεται στο σύστημα της "επικρατούσας θρησκείας" που ορίζει η συνταγματική διάταξη του άρθρου 3, αλλά συνδέεται με την έκταση του πλέγματος των διατάξεων που αφορούν τις σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας και που ως σύνολο έχουν μοναδικότητα στον ευρωπαϊκό χώρο. Η σύγκριση καταδεικνύει ότι επιμέρους ρυθμίσεις του ελληνικού Συντάγματος υπάρχουν και σε άλλα ευρωπαϊκά Συντάγματα, σε κανένα όμως δεν διαπιστώνεται τόσο έντονο και σε τόσα επίπεδα το στοιχείο της σύνδεσης κράτους και εκκλησίας.
Χρηματοδότηση Εκκλησιών σε χώρες της Ευρώπης
Πολύ ενδιαφέρον έχει το θέμα των Εκκλησιών σε χώρες της Ευρώπης. Στην Αγγλία η οικονομική στήριξη της επίσημης εκκλησίας (ο ισχύων νόμος ψηφίστηκε το 1977) συνίσταται μόνον σχεδόν αποκλειστικά στη συντήρηση ιστορικών εκκλησιών, ενώ τα ποσά που διαχειρίζεται το English Heritage Grants αφορούν όλα τα θρησκεύματα. Στη Δανία μόνο ένα μικρό μέρος (το 11% των εσόδων της) προέρχεται από τον κρατικό προϋπολογισμό• το υπόλοιπο προέρχεται από τον εκκλησιαστικό φόρο όσων είναι μέλη της. Και στη Γερμανία καλείται ο πιστός κάθε θρησκεύματος να πληρώνει τον "εκκλησιαστικό φόρο" (Kirchensteuer). Έτσι εισπράχθηκαν, το 1992, 8,7 δισεκατομμύρια μάρκα από τους Καθολικούς και 8,5 δισεκατομμύρια μάρκα από τους Προτεστάντες. Στην Ιρλανδία ο κλήρος δεν μισθοδοτείται από το κράτος, αλλά η σύνδεση της Καθολικής Εκκλησίας και του κράτους σε ζητήματα εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής είναι εξαιρετικά στενή. Στην Ιταλία μετά την ψήφιση σχετικού νόμου το 1985 εφαρμόσθηκε η φορολογία για χάρη της Καθολικής Εκκλησίας αρχικά, για χάρη και των άλλων θρησκευμάτων στη συνέχεια, ανάλογα του πώς επελέγη να δηλώνει ο φορολογούμενους. Ομοίως δε και η Ισπανία επέβαλλε και αυτή, από το 1979, σταδιακή επιβολή φόρου για χάρη της Καθολικής Εκκλησίας μόνο όσων είναι μέλη της• η εφαρμογή του συστήματος όμως χρονοτρίβησε, κι έτσι από το 1988 εφαρμόζεται ένα μικτό σύστημα, ως ενδιάμεσο στάδιο μέχρι την αυτοχρηματοδότηση. Το Σύνταγμα του Λουξεμβούργου ορίζει την υποχρέωση του κράτους να πληρώνει τους μισθούς και τις συντάξεις των κληρικών των αναγνωρισμένων θρησκευμάτων (καθολικών, προτεσταντών λ.χ.). Στην γειτονική Ολλανδία, αντίθετα, το Μάιο του 1999, ήρθη η συνταγματική υποχρέωση του εν λόγω κράτους να πληρώνει μισθούς και συντάξεις ιερέων αναγνωρισμένων θρησκειών, παρέμεινε μόνο η κρατική χρηματική στήριξη ορισμένων πανεπιστημιακών εδρών θεολογίας, ενώ παραδοσιακά όλα τα δόγματα δικαιούνται ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό χρόνο στους κρατικούς σταθμούς. Με χρηματοδότηση και σε σωματεία φιλοσοφικών αναζητήσεων πέρα από την κατά κανόνα χρηματοδότηση των κληρικών, προβλέπει το άρθρο 181 του βελγικού Συντάγματος. Το ελβετικό Σύνταγμα συνδέει τη χρηματοδότηση των εκκλησιών με την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, ορίζοντας ότι κανείς δεν υποχρεούται να πληρώνει φόρους υπέρ μιας θρησκευτικής κοινότητας στην οποία δεν ανήκει. Στη Γαλλία (άρθρο 2 περί λαϊκού χαρακτήρος θρησκείας) και στην Πορτογαλία απαγορεύεται ρητώς η χρηματοδότηση οποιασδήποτε θρησκείας.
Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας, η Εκκλησία είναι αυτοδιοικούμενη• το κράτος όμως παρεμβαίνει σε καίρια ζητήματα διοίκησης και οργάνωσής της, ενώ οι κληρικοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας μισθοδοτούνται από το κράτος και το υπαλληλικό προσωπικό της, καθώς και κάθε εκκλησιαστικού ν.π.δ.δ., διέπεται ως προς τις αποδοχές του από τις διατάξεις περί δημοσίων υπαλλήλων. Με δεδομένη την παρουσία θρησκευτικών μειονοτήτων και την εικαζόμενη ύπαρξη άθεων ή άθρησκων Ελλήνων πολιτών, η κρατική χρηματοδότηση της επικρατούσας θρησκείας δημιουργεί συνταγματικές τριβές, στο μέτρο που αυτή η χρηματοδότηση προκύπτει από τη φορολογία όλων των πολιτών ασχέτως θρησκεύματος.
Το στοιχείο της θρησκευτικής ομοιογένειας του ελληνικού πληθυσμού προβάλλεται συχνά ως αιτιολογία για το ισχύον καθεστώς. Παρά την ανυπαρξία επίσημων στοιχείων για τα μέλη των αναγνωρισμένων θρησκειών και τις λοιπές κατηγορίες, σύμφωνα με υπολογισμούς το ποσοστό των ορθοδόξων εγγίζει το 96%• το στοιχείο αυτό όμως δεν είναι μοναδικό στον ευρωπαϊκό χώρο. Στη Δανία εμφανίζεται ποσοστό 88,2% του πληθυσμού να ανήκει στην Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία, στην Ιρλανδία το 93% του πληθυσμού ανήκει στην Καθολική Εκκλησία. Στην Ιταλία στην Ισπανία και στην Πορτογαλία η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, άνω του 95%, είναι καθολικοί• στο καθολικό δόγμα, επίσης, ανήκει το 90% περίπου των πολιτών του Λουξεμβούργου.
Το πολυσχιδές πλέγμα των σχέσεων κράτους και εκκλησίας στην Ελλάδα συμπληρώνεται με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ.2 Συντάγματος 1975/86 που θέτει ως σκοπό της παιδείας και την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά και με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.2 Συντάγματος 1975/86 περί απαγόρευσης του προσηλυτισμού σε συνδυασμό με τη νομοθεσία περί προσηλυτισμού και με πληθώρα άλλων θεμάτων που αφορούν την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας. Τα παραδοσιακά προνόμια της Ορθόδοξης Εκκλησίας συνδέονται αναπόφευκτα με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι θρησκευτικές μειονότητες τόσο σε επίπεδο νομοθεσίας όσο και σε επίπεδο διοίκησης. Οι αποκλίσεις του ελληνικού Συντάγματος από τη φιλελεύθερη δυτική παράδοση ως προς το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας εμφανίζονται, έτσι, να συνέχονται με την εφαρμογή του συγκεκριμένου προτύπου των σχέσεων κράτους και εκκλησίας, αυτού της "επικρατούσας" θρησκείας.
V. Η αποδυνάμωση του θεσμικού ρόλου των "εθνικών εκκλησιών": ο δρόμος προς τη θρησκευτική ανοχή
Ποικίλοι λόγοι είναι που οδήγησαν στην ολοένα και περισσότερο εξασθένηση σε κάθε χώρα της εθνικής Εκκλησίας. Η καθολική λ.χ. Εκκλησία, η εκ παραδόσεως επίσημη Εκκλησία σε χώρες όπως η Ιταλία ή η Ισπανία, η Πορτογαλία κ.ά., έγιναν πιο ανεκτικές ως προς τα άλλα υπάρχοντα θρησκεύματα. Η προνομιακή θέση της Καθολικής Εκκλησίας ανετράπη στην Ισπανία και την Ιταλία κατά τη δεκαετία του 1980. Σημειωτέον εδώ ότι η εγκύκλιος που εξεδόθη από τον Ισπανό υπουργό Παιδείας, στις 11 Ιανουαρίου 1985, διεκήρυττε τον προς τις θρησκευτικές εορτές αλλόθρησκων μαθητών σεβασμό. Η Καθολική, λοιπόν, Εκκλησία δεν έχει πια σε κανένα κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη θέση της επίσημης εκκλησίας.
Οι εκ παραδόσεως εκκλησίες, όμως, εμφανίζονται βαθμηδόν να χάνουν τα μέλη τους. Σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία κατά το έτος 1991 ένας σημαντικός αριθμός των δυο κυρίων δογμάτων (330.000 προτεστάντες και 190.000 καθολικοί) δεν δήλωσαν θρήσκευμα, με σκοπό να αποφύγουν τον «εκκλησιαστικό» (Kirchenstuer) που είχε επιβάλει η κυβέρνηση για τη χρηματοδότηση της ενοποίησης (3 Οκτωβρίου 1989). Στην δε Ολλανδία η σταδιακή διαρροή πιστών από τις εκκλησίες οδηγεί ένα ποσοστό της τάξης των50-55% να δηλώνει, το έτος 1987, "άθρησκοι". Η μείωση των πιστών δημιουργεί τεράστια οικονομικά προβλήματα και στην Αγγλικανική Εκκλησία, ενώ η Σουηδία και η Φινλανδία επέλεξαν να καταργήσουν τον χαρακτήρα της εθνικής εκκλησίας, ακολουθώντας τη γενικότερη κοινωνική τάση απομάκρυνσης από την Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία.
Στην Ελλάδα η Εκκλησία έχει προνομιακή θέση και συντηρείται πάντα στους κόλπους του κράτους κάτω από ένα Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Από το 1952, επί κυβερνήσεως Πλαστήρα, Εκκλησία παραχώρησε στο κράτος και στην αυτού Κοινωνική του πολιτική τμήμα της τεράστιας περιουσίας του, με σκοπό το κράτος να μισθοδοτεί τους κληρικούς της. Παρόλο που οι σχέσεις σήμερα της Εκκλησίας με το κράτος δεν είναι και οι καλύτερες, γιατί η Ελλάδα αναγκάζεται να εισέλθει και αυτή στην τροχιά των υπολοίπων χωρών που ορίζουν διακριτούς ρόλους Εκκλησίας και κράτους, υποχρεώθηκε, παρόλες τις διαμαρτυρίες και τις 3.000.000 περίπου των υπογραφών (μεταξύ αυτών και νυν υπουργών και του πρωθυπουργού), να συμβιβαστεί. Δεν πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε αυτήν την καθοριστική συμφωνία που έγινε, όπως είπαμε, εδώ και μισό αιώνα περίπου και αναγκάζει και τις δυο μεριές να δεχθεί σιωπηρά η μια την άλλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου